θερμογονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερμογονία | οι | θερμογονίες |
| γενική | της | θερμογονίας | των | θερμογονιών |
| αιτιατική | τη | θερμογονία | τις | θερμογονίες |
| κλητική | θερμογονία | θερμογονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμογονία < θερμογόνος + -ία. Αναλύεται σε θερμο- + -γονία
Μεταφράσεις
θερμογονία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.