ηυξημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηυξημένος | η | ηυξημένη | το | ηυξημένο |
| γενική | του | ηυξημένου | της | ηυξημένης | του | ηυξημένου |
| αιτιατική | τον | ηυξημένο | την | ηυξημένη | το | ηυξημένο |
| κλητική | ηυξημένε | ηυξημένη | ηυξημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηυξημένοι | οι | ηυξημένες | τα | ηυξημένα |
| γενική | των | ηυξημένων | των | ηυξημένων | των | ηυξημένων |
| αιτιατική | τους | ηυξημένους | τις | ηυξημένες | τα | ηυξημένα |
| κλητική | ηυξημένοι | ηυξημένες | ηυξημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηυξημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ηὐξημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αὐξάνω (αυξάνω) με αύξηση (αὐξ- > ηὐξημένος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /if.ksiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ηυ‐ξη‐μέ‐νος
Πηγές
- ηυξημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.