ηυξημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηυξημένος η ηυξημένη το ηυξημένο
      γενική του ηυξημένου της ηυξημένης του ηυξημένου
    αιτιατική τον ηυξημένο την ηυξημένη το ηυξημένο
     κλητική ηυξημένε ηυξημένη ηυξημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηυξημένοι οι ηυξημένες τα ηυξημένα
      γενική των ηυξημένων των ηυξημένων των ηυξημένων
    αιτιατική τους ηυξημένους τις ηυξημένες τα ηυξημένα
     κλητική ηυξημένοι ηυξημένες ηυξημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηυξημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ηὐξημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αὐξάνω (αυξάνω) με αύξηση (αὐξ- > ηὐξημένος)

Προφορά

ΔΦΑ : /if.ksiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηυξημένος

Μετοχή

ηυξημένος, -η, -ο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.