αυξημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυξημένος η αυξημένη το αυξημένο
      γενική του αυξημένου της αυξημένης του αυξημένου
    αιτιατική τον αυξημένο την αυξημένη το αυξημένο
     κλητική αυξημένε αυξημένη αυξημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυξημένοι οι αυξημένες τα αυξημένα
      γενική των αυξημένων των αυξημένων των αυξημένων
    αιτιατική τους αυξημένους τις αυξημένες τα αυξημένα
     κλητική αυξημένοι αυξημένες αυξημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυξημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυξάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /af.ksiˈme.nos/

Μετοχή

αυξημένος και ηυξημένος

  • που έχει αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν ή είναι μεγαλύτερος από το αναμενόμενο
    αυξημένα ποσοστά υγρασίας παρατηρούνται τις τελευταίες μέρες

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.