αὐξάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | αὐξάνω, αὔξω | αὐξάνομαι, αὔξομαι |
| Παρατατικός | ηὔξον | ηὐξόμην, ηὐξανόμην |
| Μέλλοντας | αὐξήσω, αὐξανῶ | αὐξήσομαι & αὐξηθήσομαι |
| Αόριστος | ηὔξησα | - & ηὐξήθην και ηὐθύνθην |
| Παρακείμενος | ηὔξηκα | ηὔξημαι |
| Υπερσυντέλικος | ηὐξήμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
Ρήμα
αὐξάνω
Συγγενικά
Σύνθετα
- ἐπαυξάνω
- ἐναυξάνω
- συναυξάνω
- ὑπεραυξάνω
Εκφράσεις
- αὔξω ἔμπυρα : θυσιάζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- αὐξάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐξάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.