αὐξάνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  αὐξάνω, αὔξω   αὐξάνομαι, αὔξομαι 
Παρατατικός  ηὔξον   ηὐξόμην, ηὐξανόμην 
Μέλλοντας  αὐξήσω, αὐξανῶ   αὐξήσομαι & αὐξηθήσομαι 
Αόριστος  ηὔξησα    - & ηὐξήθην και ηὐθύνθην 
Παρακείμενος  ηὔξηκα   ηὔξημαι 
Υπερσυντέλικος  ηὐξήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

αὐξάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uegs-[1] < *h₂ueg-[1] (αυξάνω). Συγγενές με: (λατινικά) augeo και (αγγλικά) wax

Ρήμα

αὐξάνω

  1. καθιστώ κάτι μεγάλο
  2. προάγω, εξαίρω, εκθειάζω, ανυψώνω
  3. παθητικό: αυξάνομαι, δυναμώνω, γίνομαι μεγαλύτερος , ισχυροποιούμαι, σηκώνομαι, ψηλώνω
    και με προληπτικό κατηγορούμενο: Φίλιππος ηὐξήθη μέγας

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἐπαυξάνω
  • ἐναυξάνω
  • συναυξάνω
  • ὑπεραυξάνω

Εκφράσεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.