διπλογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπλογραφικός | η | διπλογραφική | το | διπλογραφικό |
| γενική | του | διπλογραφικού | της | διπλογραφικής | του | διπλογραφικού |
| αιτιατική | τον | διπλογραφικό | τη | διπλογραφική | το | διπλογραφικό |
| κλητική | διπλογραφικέ | διπλογραφική | διπλογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπλογραφικοί | οι | διπλογραφικές | τα | διπλογραφικά |
| γενική | των | διπλογραφικών | των | διπλογραφικών | των | διπλογραφικών |
| αιτιατική | τους | διπλογραφικούς | τις | διπλογραφικές | τα | διπλογραφικά |
| κλητική | διπλογραφικοί | διπλογραφικές | διπλογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διπλογραφικός < διπλογραφία + -ικός
Επίθετο
διπλογραφικός
- (λογιστική) που έχει σχέση με τη διπλογραφία ή αναφέρεται σ' αυτή
- ※ Το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα αφορά τις οντότητες που καταρτίζουν, προαιρετικά ή υποχρεωτικά, ισολογισμό.[1]
- ※ Εφόσον η επιχείρηση συντάσσει ισολογισμό, χρησιμοποιεί ένα κατάλληλο διπλογραφικό σύστημα (χρεώσεις - πιστώσεις λογαριασμών) για την παρακολούθηση των λογιστικών γεγονότων[2]
- ≠ αντώνυμα: απλογραφικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διπλογραφία, διπλός, δύο και γράφω
Μεταφράσεις
διπλογραφικός
|
|
Αναφορές
- Το διπλογραφικό και το απλογραφικό λογιστικό σύστημα. Αρχειοθέτηση 2020-08-03. Πρόσβαση 2021-08-17.
- Τα λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα . Δημοσίευση 2014-11-26. Αρχειοθέτηση 2019-08-12. Πρόσβαση 2021-08-18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.