λογιστικό γεγονός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λογιστικό γεγονός < → δείτε τις λέξεις λογιστικός και γεγονός
Πολυλεκτικός όρος
λογιστικό γεγονός
- (λογιστική) οποιαδήποτε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την τρέχουσα ή μελλοντική οικονομική κατάσταση μιας οικονομικής μονάδας
- ※ Τα λογιστικά γεγονότα εξειδικεύονται σε κάθε είδους έσοδα, κέρδη, έξοδα, ζημιές, αγορές και πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, εκπτώσεις και επιστροφές, φόρους, τέλη και εισφορές ασφαλιστικών οργανισμών.[1]
Μεταφράσεις
λογιστικό γεγονός
|
|
Αναφορές
- Τα λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα . Δημοσίευση 2014-11-26. Αρχειοθέτηση 2019-08-12. Πρόσβαση 2021-08-18.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.