καζαμίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καζαμίας | οι | καζαμίες |
| γενική | του | καζαμία | των | καζαμιών |
| αιτιατική | τον | καζαμία | τους | καζαμίες |
| κλητική | καζαμία | καζαμίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καζαμίας < (άμεσο δάνειο) ιταλική Casamia (όνομα ανύπαρκτου αστρολόγου)
Ουσιαστικό
καζαμίας αρσενικό
- ετήσιο ημερολόγιο που περιλαμβάνει πληροφορίες για αστρονομικά, μετεωρολογικά, γεωργικά κ.ά. φαινόμενα
- ※ Τὸ κατόρθωμα τοῦτο τῆς τέχνης του μᾶς παρέθεσεν εἰς πρόγευμα, χλιαράν τινα, ἀνέφελον καὶ μόνον κατὰ τὸν Καζαμίαν χειμερινὴν ἡμέραν εἰς τὸ Δαφνίον, ὑπὸ οὐρανὸν σαπφείρινον, παρὰ τὴν ὄχθην θαλάσσης χρυσῆς. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Η πρώτη του μονομαχία)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.