ζόρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
| γενική | του | ζοριού | των | ζοριών |
| αιτιατική | το | ζόρι | τα | ζόρια |
| κλητική | ζόρι | ζόρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζόρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zor < περσική زور (zōr: δύναμη) < μέση περσική zwl (zōr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzo.ɾi/
Ουσιαστικό
ζόρι ουδέτερο
- ζώρι
Συγγενικά
- ζορίζω - ζορίζομαι
- ζόρικος
- ζοριλίδικος
- ζοριλίκι
- ζόρισμα
- ζορμπαλίκι, ζορμπαδιλίκι
- ζορμπάς
Εκφράσεις
- με το ζόρι παντρειά (δεν έχει)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.