crux

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
crux cruxes

Ουσιαστικό

crux (en)

  1. (μόνο στον ενικό) η ουσία, ο κόμπος, το καίριο σημείο, η "καρδιά" ενός ζητήματος
    To me this is the crux of the problem.
    Για μένα αυτή είναι η ουσία του προβλήματος.
    This is crux of the problem!
    Αυτός είναι ο κόμπος!
  2. (στην ορειβασία) το δυσκολότερο σημείο μιας αναρρίχησης

Συγγενικά

Πηγές



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

crux (la) θηλυκό γ' κλίσεως

  1. o σταυρός (το όργανο θανάτωσης)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική crux crucēs
γενική crucis crucum
δοτική crucī crucibus
αιτιατική crucem crucēs
κλητική crux crucēs
αφαιρετική cruce crucibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.