ζόρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζόρισμα | τα | ζορίσματα |
| γενική | του | ζορίσματος | των | ζορισμάτων |
| αιτιατική | το | ζόρισμα | τα | ζορίσματα |
| κλητική | ζόρισμα | ζορίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζόρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζορίζω
- ※ Μουσκεμένος στον ιδρώτα, αγκομαχώντας από τον πόνο και το ζόρισμα, σκαρφαλώνει στην πλαγιά. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζόρι
Μεταφράσεις
ζόρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.