ζορμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζορμπάς | οι | ζορμπάδες |
| γενική | του | ζορμπά | των | ζορμπάδων |
| αιτιατική | τον | ζορμπά | τους | ζορμπάδες |
| κλητική | ζορμπά | ζορμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζορμπάς < τουρκική zorba
Ουσιαστικό
ζορμπάς αρσενικό
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) βίαιος, καταπιεστής, καταπιεστικός, αυταρχικός
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) εξεγερμένος, στασιαστής, ανυπότακτος, αντάρτης (που διαπράττει βιαιοπραγίες)
- ζουρμπάς
Συγγενικά
- ζορμπαλής
- ζορμπαλίδικα
- ζορμπαλίδικος
- ζορμπαλίκι / ζορμπαδιλίκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.