waga

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική waga wagi
γενική wagi wag
δοτική wadze wagom
αιτιατική wagę wagi
οργανική wagą wagami
τοπική wadze wagach
κλητική wago wagi

Ετυμολογία

waga < (άμεσο δάνειο) γερμανική Waage

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvaɡa/
 

Ουσιαστικό

waga (pl) θηλυκό

  1. η ζυγαριά
  2. το βάρος
    1. το φυσικό μέγεθος
       συνώνυμα: ciężar
    2. (μεταφορικά) η βαρύτητα, η σημασία

Σύνθετα

  • przewaga
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.