τουρκικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουρκικός η τουρκική το τουρκικό
      γενική του τουρκικού της τουρκικής του τουρκικού
    αιτιατική τον τουρκικό την τουρκική το τουρκικό
     κλητική τουρκικέ τουρκική τουρκικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουρκικοί οι τουρκικές τα τουρκικά
      γενική των τουρκικών των τουρκικών των τουρκικών
    αιτιατική τους τουρκικούς τις τουρκικές τα τουρκικά
     κλητική τουρκικοί τουρκικές τουρκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τουρκικός < Τουρκία + -ικός

Επίθετο

τουρκικός -ή, -ό

  • ο σχετικός με την Τουρκία και τους Τούρκους
      Τουρκική εισχώρηση στην χερσόνησο των Βαλκανίων αποκαλείται από πολλούς το ενδιαφέρον της Άγκυρας για χώρες σαν την Αλβανία
    «Στην Αλβανία ο Ερντογάν για μπίζνες και…κοινωφελές έργο»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.