αντιζηλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιζηλία οι αντιζηλίες
      γενική της αντιζηλίας των αντιζηλιών
    αιτιατική την αντιζηλία τις αντιζηλίες
     κλητική αντιζηλία αντιζηλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιζηλία < (ελληνιστική κοινή) ἀντιζηλία < ἀντίζηλος

Ουσιαστικό

αντιζηλία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.