junction
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
junction
junctions
Ουσιαστικό
junction
(en)
η
ένωση
(η ενέργεια ή η κατάσταση του ρήματος
join
)
συμβολή
,
κόμβος
· το σημείο ή ο τόπος όπου συναντώνται δύο πράγματα, ιδίως δύο δρόμοι
→
δείτε
και
τη
λέξη
intersection
η διαχωριστική γραμμή δύο υλικών διαφορετικής φυσικής σύστασης, ιδίως αγωγών, ημιαγωγών και μετάλλων
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.