junction

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
junction junctions

Ουσιαστικό

junction (en)

  1. η ένωση (η ενέργεια ή η κατάσταση του ρήματος join)
  2. συμβολή, κόμβος· το σημείο ή ο τόπος όπου συναντώνται δύο πράγματα, ιδίως δύο δρόμοι
     δείτε και τη λέξη intersection
  3. η διαχωριστική γραμμή δύο υλικών διαφορετικής φυσικής σύστασης, ιδίως αγωγών, ημιαγωγών και μετάλλων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.