ζερβοχέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζερβοχέρης | η | ζερβοχέρα | το | ζερβοχέρικο |
| γενική | του | ζερβοχέρη | της | ζερβοχέρας | του | ζερβοχέρικου |
| αιτιατική | τον | ζερβοχέρη | τη | ζερβοχέρα | το | ζερβοχέρικο |
| κλητική | ζερβοχέρη | ζερβοχέρα | ζερβοχέρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζερβοχέρηδες | οι | ζερβοχέρες | τα | ζερβοχέρικα |
| γενική | των | ζερβοχέρηδων | — | των | ζερβοχέρικων | |
| αιτιατική | τους | ζερβοχέρηδες | τις | ζερβοχέρες | τα | ζερβοχέρικα |
| κλητική | ζερβοχέρηδες | ζερβοχέρες | ζερβοχέρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ζερβοχέρης
|
→ δείτε τη λέξη αριστερόχειρας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.