ζερβά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζερβά < ζερβ(ός) +

Επίρρημα

ζερβά

  1. αριστερά
  2. άτυχα, ανάποδα
    του ευχήθηκε να μην πάνε ξανά τα πράγματα στη ζωή του ζερβά, να μην τον βρουν αναποδιές

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ζερβά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.