ζαφείρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαφείρι τα ζαφείρια
      γενική του ζαφειριού των ζαφειριών
    αιτιατική το ζαφείρι τα ζαφείρια
     κλητική ζαφείρι ζαφείρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαφείρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαφείρι(ν) < ζάφειρος < ελληνιστική κοινή σάπφειρος < σημιτικής προέλευσης

Ουσιαστικό

Zαφείρι

ζαφείρι ουδέτερο

  1. πολύτιμος λίθος με ποικίλες αποχρώσεις του γαλανού
  2. (συνεκδοχικά) καθετί που έχει το χρώμα του ζαφειριού

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.