σάπφειρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάπφειρος οι σάπφειροι
      γενική του σαπφείρου
& σάπφειρου
των σαπφείρων
    αιτιατική τον σάπφειρο τους σαπφείρους
     κλητική σάπφειρε σάπφειροι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάπφειρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σάπφειρος. Δείτε και ζαφείρι.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsap.fi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σάπφειρος

Ουσιαστικό

σάπφειρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.