ζαφειρένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζαφειρένιος | η | ζαφειρένια | το | ζαφειρένιο |
| γενική | του | ζαφειρένιου | της | ζαφειρένιας | του | ζαφειρένιου |
| αιτιατική | τον | ζαφειρένιο | τη | ζαφειρένια | το | ζαφειρένιο |
| κλητική | ζαφειρένιε | ζαφειρένια | ζαφειρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζαφειρένιοι | οι | ζαφειρένιες | τα | ζαφειρένια |
| γενική | των | ζαφειρένιων | των | ζαφειρένιων | των | ζαφειρένιων |
| αιτιατική | τους | ζαφειρένιους | τις | ζαφειρένιες | τα | ζαφειρένια |
| κλητική | ζαφειρένιοι | ζαφειρένιες | ζαφειρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζαφείρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.