εύπεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύπεπτος η εύπεπτη το εύπεπτο
      γενική του εύπεπτου της εύπεπτης του εύπεπτου
    αιτιατική τον εύπεπτο την εύπεπτη το εύπεπτο
     κλητική εύπεπτε εύπεπτη εύπεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύπεπτοι οι εύπεπτες τα εύπεπτα
      γενική των εύπεπτων των εύπεπτων των εύπεπτων
    αιτιατική τους εύπεπτους τις εύπεπτες τα εύπεπτα
     κλητική εύπεπτοι εύπεπτες εύπεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύπεπτος < αρχαία ελληνική εὔπεπτος < εὖ + πέσσω

Επίθετο

εύπεπτος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) (για τροφές) που χωνεύεται εύκολα
  2. (μεταφορικά) εύληπτος, μη απαιτητικός
      μια εύπεπτη κωμωδία για όλη την οικογένεια
     συνώνυμα: εύκολος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.