ευθιξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθιξία οι ευθιξίες
      γενική της ευθιξίας των ευθιξιών
    αιτιατική την ευθιξία τις ευθιξίες
     κλητική ευθιξία ευθιξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθιξία < (ελληνιστική κοινή) εὐθιξία

Ουσιαστικό

ευθιξία θηλυκό

  1. η συμπεριφορά ή η ιδιότητα του εύθικτου
  2. ευαισθησία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.