τακτοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τακτοποιημένος η τακτοποιημένη το τακτοποιημένο
      γενική του τακτοποιημένου της τακτοποιημένης του τακτοποιημένου
    αιτιατική τον τακτοποιημένο την τακτοποιημένη το τακτοποιημένο
     κλητική τακτοποιημένε τακτοποιημένη τακτοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τακτοποιημένοι οι τακτοποιημένες τα τακτοποιημένα
      γενική των τακτοποιημένων των τακτοποιημένων των τακτοποιημένων
    αιτιατική τους τακτοποιημένους τις τακτοποιημένες τα τακτοποιημένα
     κλητική τακτοποιημένοι τακτοποιημένες τακτοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τακτοποιημένος < τακτοποιώ

Μετοχή

τακτοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.