διευθετημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διευθετημένος η διευθετημένη το διευθετημένο
      γενική του διευθετημένου της διευθετημένης του διευθετημένου
    αιτιατική τον διευθετημένο τη διευθετημένη το διευθετημένο
     κλητική διευθετημένε διευθετημένη διευθετημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διευθετημένοι οι διευθετημένες τα διευθετημένα
      γενική των διευθετημένων των διευθετημένων των διευθετημένων
    αιτιατική τους διευθετημένους τις διευθετημένες τα διευθετημένα
     κλητική διευθετημένοι διευθετημένες διευθετημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διευθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευθετώ

Μετοχή

διευθετημένος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.