Εφιάλτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εφιάλτης οι Εφιάλτες
      γενική του Εφιάλτη των Εφιαλτών
    αιτιατική τον Εφιάλτη τους Εφιάλτες
     κλητική Εφιάλτη Εφιάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εφιάλτης < αρχαία ελληνική Ἐφιάλτης

Κύριο όνομα

Εφιάλτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.