ἐφημέριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐφημέριος τὸ ἐφημέριον
      γενική τοῦ/τῆς ἐφημερίου τοῦ ἐφημερίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐφημερί τῷ ἐφημερί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐφημέριον τὸ ἐφημέριον
     κλητική ! ἐφημέριε ἐφημέριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐφημέριοι τὰ ἐφημέρι
      γενική τῶν ἐφημερίων τῶν ἐφημερίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐφημερίοις τοῖς ἐφημερίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐφημερίους τὰ ἐφημέρι
     κλητική ! ἐφημέριοι ἐφημέρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐφημερίω τὼ ἐφημερίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐφημερίοιν τοῖν ἐφημερίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐφημέριος < ἐφ- + ἡμέρ(α) + -ιος

Επίθετο

ἐφημέριος, -ος, -ον

  1. (αρχική σημασία) που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας (όπως η σκοπιά)
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 85
    «νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
    ἆ δειλώ, τί νυ δάκρυ κατείβετον ἠδὲ γυναικὶ
    θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρίνετον; []
    «Μικροί χωριάτες, το μυαλό σας μόνο στο σήμερα κολλά!
    Γιατί, βρε μίζεροι, το ρίξατε στα κλαψουρίσματα, γιατί ταράζετε
    στα στήθη την καρδιά μιας δύστυχης γυναίκας;
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
     αντώνυμα: μετὰ νύκτας
  2. μόνον για μία ημέρα (όπως μισθός μιας ημέρας, πρόσληψη κάποιου για μια μέρα)
     δείτε  ἐφημέριοι
  3. εφήμερος, βραχυχρόνιος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.