εὐπροσήγορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐπροσήγορος | τὸ | εὐπροσήγορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐπροσηγόρου | τοῦ | εὐπροσηγόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐπροσηγόρῳ | τῷ | εὐπροσηγόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐπροσήγορον | τὸ | εὐπροσήγορον | ||
| κλητική ὦ! | εὐπροσήγορε | εὐπροσήγορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐπροσήγοροι | τὰ | εὐπροσήγορᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐπροσηγόρων | τῶν | εὐπροσηγόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐπροσηγόροις | τοῖς | εὐπροσηγόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐπροσηγόρους | τὰ | εὐπροσήγορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὐπροσήγοροι | εὐπροσήγορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐπροσηγόρω | τὼ | εὐπροσηγόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐπροσηγόροιν | τοῖν | εὐπροσηγόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὐπροσήγορος, -ος, -ον, υπερθετικός : εὐπροσηγορώτατος
- ομιλητικός, καταδεκτικός, προσηνής, φιλοφρονητικός, αβρός, ευγενικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 95
- ἐν δ᾽ εὐπροσηγόροισίν ἐστί τις χάρις;
- Κι οι καλομίλητοι άνθρωποι αγαπιούνται;
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ εὐπροσηγόροισίν ἐστί τις χάρις;
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Πρὸς Δημόνικον, 20 @scaife.perseus
- τῷ μὲν τρόπῳ γίγνου φιλοπροσήγορος, τῷ δὲ λόγῳ εὐπροσήγορος. ἔστι δὲ φιλοπροσηγορίας μὲν τὸ προσφωνεῖν τοὺς ἀπαντῶντας, εὐπροσηγορίας δὲ τὸ τοῖς λόγοις αὐτοῖς οἰκείως ἐντυγχάνειν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 775 (773-775)
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες; | Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι | κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 95
Παράγωγα
- εὐπροσηγορία
- εὐπροσηγόρως (επίρρημα)
Πηγές
- εὐπροσήγορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐπροσήγορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.