εὐλαβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐλαβής | τὸ εὐλαβές | οἱ, αἱ εὐλαβεῖς | τὰ εὐλαβῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς εὐλαβοῦς | τοῦ εὐλαβοῦς | τῶν εὐλαβῶν | τῶν εὐλαβῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ εὐλαβεῖ | τῷ εὐλαβεῖ | τοῖς, ταῖς εὐλαβέσι(ν) | τοῖς εὐλαβέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐλαβῆ | τὸ εὐλαβές | τοὺς, τὰς εὐλαβεῖς | τὰ εὐλαβῆ |
| Κλητική | εὐλαβές | εὐλαβές | εὐλαβεῖς | εὐλαβῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐλαβεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | εὐλαβοῖν | |||
Επίθετο
εὐλαβής -ής -ές
- (κυριολεκτικά) αυτός που κρατά σταθερά κάτι
- προσεκτικός, συνετός, διακριτικός
- διστακτικός, δειλός
- (ελληνιστική κοινή) ευλαβής, ευσεβής (στην Καινή Διαθήκη)
- που τον αναλαμβάνεις με προσοχή
- που είναι εύκολο να τον πιάσει κανείς
Συγγενικά
- ἀνευλαβής
- εὐλάβεια
- εὐλαβέομαι
- εὐλαβητέον
- εὐλαβῶς
Πηγές
- εὐλαβής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐλαβής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐλαβής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.