ανευλάβεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανευλάβεια οι ανευλάβειες
      γενική της ανευλάβειας των ανευλαβειών
    αιτιατική την ανευλάβεια τις ανευλάβειες
     κλητική ανευλάβεια ανευλάβειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανευλάβεια < αρχαία ελληνική ἀνευλάβεια < ἀνευλαβής < εὐλαβής < εὖ + λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₂gʷ-

Ουσιαστικό

ανευλάβεια θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.