ευλαβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευλαβικός η ευλαβική το ευλαβικό
      γενική του ευλαβικού της ευλαβικής του ευλαβικού
    αιτιατική τον ευλαβικό την ευλαβική το ευλαβικό
     κλητική ευλαβικέ ευλαβική ευλαβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευλαβικοί οι ευλαβικές τα ευλαβικά
      γενική των ευλαβικών των ευλαβικών των ευλαβικών
    αιτιατική τους ευλαβικούς τις ευλαβικές τα ευλαβικά
     κλητική ευλαβικοί ευλαβικές ευλαβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευλαβικός < ευλαβής + -ικός

Επίθετο

ευλαβικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.