ευκρασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευκρασία | οι | ευκρασίες |
| γενική | της | ευκρασίας | των | ευκρασιών |
| αιτιατική | την | ευκρασία | τις | ευκρασίες |
| κλητική | ευκρασία | ευκρασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευκρασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκρασία < εὔκρατος < εὖ (ευ-) + κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ef.kɾaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κρα‐σία
Ουσιαστικό
ευκρασία θηλυκό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- δυσκρασία
- θερμοκρασία
- ιδιοσυγκρασία
- → και δείτε τις λέξεις εύκρατος, ευ και κεράννυμι
Αναφορές
- ευκρασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.