*ḱerh₂-
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
![]() ανασυντεθειμένοι τύποι |
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Παράγωγα
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂-
όπως ενδεικτικά
- (αρχαία ελληνική) κέρας
- (αρχαία ελληνική) κάρηνον
- (αρχαία ελληνική) κάρυον
- (ελληνιστική κοινή) καρῖνα
- (νέα ελληνική) καρίνα
- (νέα ελληνική) καρνάγιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
