δυσκρασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσκρασία οι δυσκρασίες
      γενική της δυσκρασίας των δυσκρασιών
    αιτιατική τη δυσκρασία τις δυσκρασίες
     κλητική δυσκρασία δυσκρασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσκρασία < ελληνιστική κοινή δυσκρασία < αρχαία ελληνική δυσ- + κρᾶσις < κεράννυμι

Ουσιαστικό

δυσκρασία θηλυκό

  1. (ιατρική) η κακή κράση ή κατάσταση ενός οργανισμού, η καχεξία
  2. (κατ’ επέκταση) (μετεωρολογία) η κακή κλιματολογική κατάσταση μιας περιοχής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.