δυσκρασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσκρασία | οι | δυσκρασίες |
| γενική | της | δυσκρασίας | των | δυσκρασιών |
| αιτιατική | τη | δυσκρασία | τις | δυσκρασίες |
| κλητική | δυσκρασία | δυσκρασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσκρασία < ελληνιστική κοινή δυσκρασία < αρχαία ελληνική δυσ- + κρᾶσις < κεράννυμι
Ουσιαστικό
δυσκρασία θηλυκό
- (ιατρική) η κακή κράση ή κατάσταση ενός οργανισμού, η καχεξία
- (κατ’ επέκταση) (μετεωρολογία) η κακή κλιματολογική κατάσταση μιας περιοχής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.