ευγνώμων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευγνώμων & ευγνώμονας |
η | ευγνώμων & ευγνώμονα |
το | εύγνωμον ευγνώμον |
| γενική | του | ευγνώμονος & ευγνώμονα |
της | ευγνώμονος & ευγνώμονας |
του | ευγνώμονος |
| αιτιατική | τον | ευγνώμονα | την | ευγνώμονα | το | εύγνωμον |
| κλητική | ευγνώμων & ευγνώμονα |
ευγνώμων & ευγνώμονα |
εύγνωμον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευγνώμονες | οι | ευγνώμονες | τα | ευγνώμονα |
| γενική | των | ευγνωμόνων | των | ευγνωμόνων | των | ευγνωμόνων |
| αιτιατική | τους | ευγνώμονες | τις | ευγνώμονες | τα | ευγνώμονα |
| κλητική | ευγνώμονες | ευγνώμονες | ευγνώμονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές. Και νεότερο ουδέτερο ευγνώμον. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «ελάσσων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευγνώμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγνώμων, εὐγνώμων, εὔγνωμον (φρόνιμος, με καλά αισθήματα) [1] → δείτε εὖ + γνώμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /evˈɣno.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γνώ‐μων
- ευγνώμονας (για το αρσενικό)
Αντώνυμα
Αναφορές
- ευγνώμων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κεφάλαιο: Επίθετα σε -ων - Φιλιππάκη, Γραμματική Δημοτικού
Πηγές
- ευγνώμων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευγνώμων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.