ευγνώμων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευγνώμων
& ευγνώμονας
η ευγνώμων
& ευγνώμονα
το εύγνωμον
ευγνώμον
      γενική του ευγνώμονος
& ευγνώμονα
της ευγνώμονος
& ευγνώμονας
του ευγνώμονος
    αιτιατική τον ευγνώμονα την ευγνώμονα το εύγνωμον
     κλητική ευγνώμων
& ευγνώμονα
ευγνώμων
& ευγνώμονα
εύγνωμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευγνώμονες οι ευγνώμονες τα ευγνώμονα
      γενική των ευγνωμόνων των ευγνωμόνων των ευγνωμόνων
    αιτιατική τους ευγνώμονες τις ευγνώμονες τα ευγνώμονα
     κλητική ευγνώμονες ευγνώμονες ευγνώμονα
Οι δεύτεροι τύποι, νεότερες μορφές.
Και νεότερο ουδέτερο ευγνώμον.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «ελάσσων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευγνώμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγνώμων, εὐγνώμων, εὔγνωμον (φρόνιμος, με καλά αισθήματα) [1]  δείτε  εὖ + γνώμη

Προφορά

ΔΦΑ : /evˈɣno.mon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευγνώμων

Επίθετο

ευγνώμων, ευγνώμων, εὔγνωμον ή νεότερο ευγνώμον [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ευ, γνώμη και γνωρίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.