ευγνωμονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ev.ɣno.moˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γνω‐μο‐νώ
Ρήμα
ευγνωμονώ, πρτ.: ευγνωμονούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)
- αναγνωρίζω κάτι καλό που μου έχουν κάνει (ευεργεσία, χάρη κ.λπ.) και νιώθω ευγνωμοσύνη
Συγγενικά
- ευγνωμοσύνη
- → και δείτε τις λέξεις ευγνώμων, γνώμη και γνωρίζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ευγνωμονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευγνωμονώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.