ογκανέσσιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Og
  • Ατομικός αριθμός : 118
  • Προηγούμενο = Ts
  • Επόμενο = -

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

ογκανέσσιο < προς τιμήν του ρωσοαρμένιου πυρηνικού φυσικού Γιούρι Ογκανεσιάν (Юрий Оганесян)

Ουσιαστικό

ογκανέσσιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ογκανέσσιο τα ογκανέσσια
      γενική του ογκανέσσιου των ογκανέσσιων
    αιτιατική το ογκανέσσιο τα ογκανέσσια
     κλητική ογκανέσσιο ογκανέσσια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.