αργό
Νέα ελληνικά (el)
|
Ουσιαστικό
αργό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- άλλη μορφή του αργόν
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αργό | ||
| γενική | του | αργού | ||
| αιτιατική | το | αργό | ||
| κλητική | αργό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αργό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.