ξένο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Xe
  • Ατομικός αριθμός : 54
  • Προηγούμενο = I
  • Επόμενο = Cs

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ουσιαστικό

ξένο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ξένο
      γενική του ξένου
    αιτιατική το ξένο
     κλητική ξένο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ξένο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ξένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ξένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.