ξένο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ουσιαστικό
ξένο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο ξένον με κατάληξη της δημοτικής
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξένο | ||
| γενική | του | ξένου | ||
| αιτιατική | το | ξένο | ||
| κλητική | ξένο | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
ξένο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ξένο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.