κρυπτό

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Kr
  • Ατομικός αριθμός : 36
  • Προηγούμενο = Br
  • Επόμενο = Rb

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

κρυπτό < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική krypton < αρχαία ελληνική κρυπτός (ουδέτερο)[1]

Ουσιαστικό

κρυπτό, κρυπτόν ουδέτερο

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κρυπτό
      γενική του κρυπτού
    αιτιατική το κρυπτό
     κλητική κρυπτό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

  • κρυπτονίτης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κρυπτό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.