υπερευαισθησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερευαισθησία | οι | υπερευαισθησίες |
| γενική | της | υπερευαισθησίας | των | υπερευαισθησιών |
| αιτιατική | την | υπερευαισθησία | τις | υπερευαισθησίες |
| κλητική | υπερευαισθησία | υπερευαισθησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερευαισθησία < υπερ- + ευαισθησία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hypersensibilité)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπερευαισθησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.