εὐαισθησία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐαισθησίᾱ | αἱ | εὐαισθησίαι |
| γενική | τῆς | εὐαισθησίᾱς | τῶν | εὐαισθησιῶν |
| δοτική | τῇ | εὐαισθησίᾳ | ταῖς | εὐαισθησίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐαισθησίᾱν | τὰς | εὐαισθησίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐαισθησίᾱ | εὐαισθησίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐαισθησίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐαισθησίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- εὐαισθησία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.