επιδράσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιδράσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδρώ
  2. θα επιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιδράσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.