ευήθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ευήθης | το | εύηθες | ||
| γενική | του/της | ευήθους* | του | ευήθους | ||
| αιτιατική | τον/την | ευήθη | το | εύηθες | ||
| κλητική | ευήθη | εύηθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ευήθεις | τα | ευήθη | ||
| γενική | των | ευήθων | των | ευήθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ευήθεις | τα | ευήθη | ||
| κλητική | ευήθεις | ευήθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐήθης. Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + -ήθης (ήθος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈvi.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ή‐θης
- ομόηχο: ευήθεις
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.