εὐήθης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐήθης | τὸ | εὔηθες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐήθους | τοῦ | εὐήθους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐήθει | τῷ | εὐήθει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐήθη | τὸ | εὔηθες | ||
| κλητική ὦ! | εὔηθες | εὔηθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐήθεις | τὰ | εὐήθη | ||
| γενική | τῶν | εὐήθων | τῶν | εὐήθων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐήθεσῐ(ν) | τοῖς | εὐήθεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐήθεις | τὰ | εὐήθη | ||
| κλητική ὦ! | εὐήθεις | εὐήθη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐήθει | τὼ | εὐήθει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐήθοιν | τοῖν | εὐήθοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εὐήθης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εὐήθης -ης, '_ες
- καλόκαρδος, καλόψυχος, ανοιχτόκαρδος, αγαθός, άδολος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 @scaife.perseus
- Καὶ οἱ κύκνοι δ’ εἰσὶ μὲν τῶν στεγανοπόδων, καὶ βιοτεύουσι περὶ λίμνας καὶ ἕλη, εὐβίοτοι δὲ καὶ εὐήθεις καὶ εὔτεκνοι καὶ εὔγηροι,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 @scaife.perseus
- (με αρνητική σημασία) απλοϊκός, ανόητος, κουτός
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 343e
- εὔηθες γὰρ τοῦτό γε φανείη ἂν καὶ οὐ Σιμωνίδου
- ένα τέτοιο νόημα θα φαινόταν ανόητο κι όχι άξιο του Σιμωνίδη
- Μετάφραση (2009), Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος @greek-language.gr
- εὔηθες γὰρ τοῦτό γε φανείη ἂν καὶ οὐ Σιμωνίδου
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 343d
- σκοπεῖσθαι δέ, ὦ εὐηθέστατε Σώκρατες, οὑτωσὶ χρή, ὅτι δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκου πανταχοῦ ἔλαττον ἔχει.
- Και ιδού πώς πρέπει να εξετάζεις τα πράγματα, αφελέστατε άνθρωπε· ο δίκαιος σ᾽ όλες τις περιστάσεις παίρνει τη χαμένη μπρος στον άδικο·
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
- σκοπεῖσθαι δέ, ὦ εὐηθέστατε Σώκρατες, οὑτωσὶ χρή, ὅτι δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκου πανταχοῦ ἔλαττον ἔχει.
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 343e
- (ιατρική) (μεταφορικά)(για ασθένειες, τραύματα) ελαφρύς, εύκολα αντιμετωπίσιμος (είναι αντίθετο της λέξης κακοήθης)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
- Εἰ γάρ τις ἑλκος λαβὼν ἐν κνήμῃ μήτε λίην ἐπίκαιρον μήτε λίην εὔηθες,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
Ουσιαστικό
Συγγενικά
- εὐήθεια
- εὐηθία
- εὐηθίζομαι
- ὑπερευήθης
- εὐηθίζω
- εὐηθίη
- εὐηθικός
- εὐηθικῶς
- εὐήθως
Εκφράσεις
- εὔηθές ἔστι: είναι ανοησία
Πηγές
- εὐήθης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐήθης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.