ζυθεστιάτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυθεστιάτορας οι ζυθεστιάτορες
      γενική του ζυθεστιάτορα των ζυθεστιατόρων
    αιτιατική τον ζυθεστιάτορα τους ζυθεστιάτορες
     κλητική ζυθεστιάτορα ζυθεστιάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυθεστιάτορας < ζύθος + εστιάτορας

Ουσιαστικό

ζυθεστιάτορας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.