ιδιοκτησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοκτησία | οι | ιδιοκτησίες |
| γενική | της | ιδιοκτησίας | των | ιδιοκτησιών |
| αιτιατική | την | ιδιοκτησία | τις | ιδιοκτησίες |
| κλητική | ιδιοκτησία | ιδιοκτησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοκτησία (μαρτυρείται από το 1832)[1]< (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδιοκτησία < αρχαία ελληνική ἰδιόκτητος (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Eigenbesitz).[2] Μορφολογικά αναλύεται σε ιδιο- + -κτησία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ði.o.ktiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ο‐κτη‐σί‐α
Ουσιαστικό
ιδιοκτησία θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ιδιοκτησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.