εσπευσμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εσπευσμένων

  1. γενική πληθυντικού του εσπευσμένος
  2. γενική πληθυντικού του εσπευσμένη
  3. γενική πληθυντικού του εσπευσμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.