ρεπιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρεπιασμένος η ρεπιασμένη το ρεπιασμένο
      γενική του ρεπιασμένου της ρεπιασμένης του ρεπιασμένου
    αιτιατική τον ρεπιασμένο τη ρεπιασμένη το ρεπιασμένο
     κλητική ρεπιασμένε ρεπιασμένη ρεπιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρεπιασμένοι οι ρεπιασμένες τα ρεπιασμένα
      γενική των ρεπιασμένων των ρεπιασμένων των ρεπιασμένων
    αιτιατική τους ρεπιασμένους τις ρεπιασμένες τα ρεπιασμένα
     κλητική ρεπιασμένοι ρεπιασμένες ρεπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρεπιασμένος < ουσιαστικό ρέπιο, ρέπι (ερείπιο) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.pçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεπιασμένος

Μετοχή

ρεπιασμένος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.