derelict
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | derelict |
| συγκριτικός | more derelict |
| υπερθετικός | most derelict |
Επίθετο
derelict (en)
- εγκαταλελειμμένος, ερειπωμένος, ειδικά για γη ή κτίρια που δεν χρησιμοποιούνται ή φροντίζονται και βρίσκονται σε κακή κατάσταση
- ασυνεπής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.