επιχώριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιχώριος | η | επιχώρια | το | επιχώριο |
| γενική | του | επιχώριου | της | επιχώριας | του | επιχώριου |
| αιτιατική | τον | επιχώριο | την | επιχώρια | το | επιχώριο |
| κλητική | επιχώριε | επιχώρια | επιχώριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιχώριοι | οι | επιχώριες | τα | επιχώρια |
| γενική | των | επιχώριων | των | επιχώριων | των | επιχώριων |
| αιτιατική | τους | επιχώριους | τις | επιχώριες | τα | επιχώρια |
| κλητική | επιχώριοι | επιχώριες | επιχώρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιχώριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιχώριος[1] < ἐπί + χώρα
Συγγενικά
- επιχωριάζω
- επιχωρίως
- → δείτε τις λέξεις επί και χώρα
Μεταφράσεις
επιχώριος
|
Αναφορές
- επιχώριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.