επιχώριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχώριος η επιχώρια το επιχώριο
      γενική του επιχώριου της επιχώριας του επιχώριου
    αιτιατική τον επιχώριο την επιχώρια το επιχώριο
     κλητική επιχώριε επιχώρια επιχώριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχώριοι οι επιχώριες τα επιχώρια
      γενική των επιχώριων των επιχώριων των επιχώριων
    αιτιατική τους επιχώριους τις επιχώριες τα επιχώρια
     κλητική επιχώριοι επιχώριες επιχώρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιχώριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιχώριος[1] < ἐπί + χώρα

Επίθετο

επιχώριος

  • (λόγιο) που (δια)μένει σε μόνιμη και σταθερή βάση σ’ έναν τόπο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.